- ἰσο-κλεής
ἰσο-κλεής, ές, an Ruhm gleich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσο-κλεής, ές, an Ruhm gleich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοκλεής — κακοκλεής, ές (Α) αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κλεής (< κλέος), πρβλ. ισο κλεής, μεγαλο κλεής] … Dictionary of Greek