ἰσο-κόρυφος

ἰσο-κόρυφος

ἰσο-κόρυφος, von gleichem Gipfel, gleich hoch, übertr., πόλεις D. Hal. 3, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισοκόρυφος — ἰσοκόρυφος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ίση κορυφή, ίσο ύψος, ισοϋψής 2. μτφ. αυτός που έχει ίση αξία, ίση σημασία με κάποιον άλλο, ισάξιος, ισοδύναμος («ἰσοκόρυφοι πόλεις», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κόρυφος (< κορυφή), πρβλ. μεγαλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”