- ἰσο-ζυγής
ἰσο-ζυγής, ές, gleich gejocht, übh. gleich, κυπάρισσοι Theaet. Schol. 2 (X, 16).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσο-ζυγής, ές, gleich gejocht, übh. gleich, κυπάρισσοι Theaet. Schol. 2 (X, 16).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλιζυγής — καλλιζυγής, ές (Α) αυτός που ζεύχθηκε καλά («ἅρμα δαιμόνων... τὸ καλλιζυγές», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + ζυγής (< θ. ζυγ τού ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ ζύγ ην), πρβλ. ισο ζυγής, ομο ζυγής] … Dictionary of Greek
μονοζυγής — μονοζυγής, ές (Α) μονόζυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ζυγής (< θ. ζυγ τού ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ ζύγ ην), πρβλ. ισο ζυγής, καλλι ζυγής] … Dictionary of Greek
νεοζυγής — νεοζυγής, ές (Α) 1. (για ζώα) αυτός που τέθηκε κάτω από τον ζυγό πρόσφατα («δάκνων δὲ στόμιον ὡς νεοζυγὴς πῶλος», Αισχύλ.) 2. μτφ. αυτός που τέθηκε κάτω από τον ζυγό τού γάμου πρόσφατα, νιόπαντρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ζυγής (< ζυγός), πρβλ … Dictionary of Greek