- ἰσο-ευρής
ἰσο-ευρής, ές, gleich breit, Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσο-ευρής, ές, gleich breit, Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρύς — εία ύ (ΑΜ εὐρύς, εῑα, ύ) 1. εκείνος που έχει αρκετή ή μεγάλη έκταση, τού οποίου τα άκρα ή οι πλευρές βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους, πλατύς, φαρδύς 2. διαδεδομένος (α. «ευρεία φήμη» β. «ευρεία αναγνώριση τής αξίας του» γ) «εὐρὺ κλέος») μσν.… … Dictionary of Greek