- ἰσο-τάλαντος
ἰσο-τάλαντος, gleich an Gewicht, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσο-τάλαντος, gleich an Gewicht, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομοτάλαντος — ὁμοτάλαντος, ον (Α) ισότιμος, ισοβαρής, ισοδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τάλαντον «μονάδα βάρους» (πρβλ. ισο τάλαντος)] … Dictionary of Greek
πεντετάλαντος — και δ. γρφ. πεντατάλαντος, ον, Α αυτός που έχει αξία πέντε ταλάντων ή αυτός που συνίσταται σε πέντε τάλαντα 2. αυτός που έχει βάρος ίσο με πέντε τάλαντα 3. φρ. «πεντετάλαντος δίκη» δίκη που διεξάγεται με σκοπό την ανάκτηση ή την είσπραξη… … Dictionary of Greek