- ἰσο-ταχής
ἰσο-ταχής, ές, gleich schnell, Pol. 10, 44, 9 u. a. Sp.; auch adv., Pol. 34, 4, 6 Plut. adv. Stoic. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσο-ταχής, ές, gleich schnell, Pol. 10, 44, 9 u. a. Sp.; auch adv., Pol. 34, 4, 6 Plut. adv. Stoic. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολοταχής — ές αυτός που κινείται με όλη την ταχύτητα που μπορεί να αναπτύξει. επίρρ... ολοταχώς 1. με όλη τη δυνατή ταχύτητα, πολύ γρήγορα 2. ναυτικό παράγγελμα για να δοθεί στο πλοίο η μέγιστη δυνατή ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < όλ(ο) * + ταχής (< τάχος… … Dictionary of Greek
ομοταχής — ές (Α ὁμοταχής, ές) αυτός που έχει την ίδια ταχύτητα με άλλον, ισοταχής. επίρρ... ομοταχώς (Α ὁμοταχῶς) με ίση ταχύτητα, ισοταχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ταχής (< τάχος «ταχύτητα»), πρβλ. ισο ταχής] … Dictionary of Greek