- ἰσο-τριβής
ἰσο-τριβής, σελμάτων, gleich Anderen auf den Ruderbänken verweilend, Aesch. Ag. 1418, Conj. für ἱστοτριβής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσο-τριβής, σελμάτων, gleich Anderen auf den Ruderbänken verweilend, Aesch. Ag. 1418, Conj. für ἱστοτριβής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσοτριβής — μεσοτριβής, ές (Α) (για χιτώνα) αυτός που είναι τριμμένος κατά το ήμισυ, ο μισοτριμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + τριβής (< τρίβω), πρβλ. ισο τριβής, ωμο τριβής] … Dictionary of Greek
νεοτριβής — νεοτριβής, ές (Α) 1. αυτός που τρίφθηκε πρόσφατα, φρεσκοτριμμένος 2. αυτός που εξάχθηκε πρόσφατα με σύνθλιψη («νεοτριβὲς ἔλαιον», Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * τριβής (< τρίβω), πρβλ. ισο τριβής] … Dictionary of Greek
παλιντριβής — παλιντριβής, ές (Α) 1. (για τον όνο) αυτός που υπομένει τα επανειλημμένα χτυπήματα 2. πανούργος, δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τριβής (< τρίβω), πρβλ. ισο τριβής] … Dictionary of Greek
ηλεκτρόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο με μάζα ηρεμίας m0 = 9,109 · 10 28 γραμμάρια, ίση προς 1/1.840 της μάζας του πρωτονίου, και του οποίου το φορτίο ισούται με 1,6 · 10 19 κουλόμπ. Αυτό το φορτίο μπορεί να είναι αρνητικό ή θετικό. Η ονομασία η. αναφέρεται συχνά… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… … Dictionary of Greek