- ἰσο-σθενής
ἰσο-σθενής, ές, gleich stark, Sp., wie S. Emp. adv. math. 1, 6, öfter; auch τινός, Opp. H. 2, 466.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσο-σθενής, ές, gleich stark, Sp., wie S. Emp. adv. math. 1, 6, öfter; auch τινός, Opp. H. 2, 466.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοσθενής — θεοσθενής, ές (Μ) αυτός που παίρνει ισχύ από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι σθενής, ισο σθενής] … Dictionary of Greek
ισοσθενής — ές (ΑΜ ἰσοσθενής, ές) αυτός που έχει ίσο σθένος, ίση δύναμη, ο ισοδύναμος («πενίαν ἰσοσθενῆ πλούτῳ ποιεῑν», Δημόκρ.). επίρρ... ἰσοσθενῶς (Α) με ισοσθενή, ισοδύναμο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. μεγαλο σθενής, ολιγο… … Dictionary of Greek