- ἰσο-σκελής
ἰσο-σκελής, ές, gleichschenklig, τρίγωνον, Plat. Tim. 54 a u. Mathem.; auch von Zahlen, Plat. Euthyph. 12 d. Von Perioden, gleichgliederig, Rhett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσο-σκελής, ές, gleichschenklig, τρίγωνον, Plat. Tim. 54 a u. Mathem.; auch von Zahlen, Plat. Euthyph. 12 d. Von Perioden, gleichgliederig, Rhett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευσκελής — εὐσκελής, ές (ΑΜ) ευκίνητος, δραστήριος. επίρρ... εὐσκελῶς (Μ) δυνατά, ρωμαλέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, ισο σκελής] … Dictionary of Greek
ιμαντοσκελής — ἱμαντοσκελής, ές (Μ) ιμαντόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής, τετρα σκελής] … Dictionary of Greek
ιπποσκελής — ἱπποσκελής, ές (Α) αυτός που έχει σκέλη ίππου («ἄνθρωπος ἱπποσκελής» άνθρωπος με σκέλη ίππου, Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής, ισχνο σκελής] … Dictionary of Greek
ισχνοσκελής — ἰσχνοσκελής, ές (Α) αυτός που έχει λεπτά σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής, μακρο σκελής] … Dictionary of Greek
λεπτοσκελής — λεπτοσκελής, ές (Α) αυτός που έχει λεπτά, ισχνά σκέλη («πολύποδες μᾱλλον καὶ λεπτοσκελέστεραι τῶν χερσαίων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, ισο σκελής] … Dictionary of Greek
μακροσκελής — ές (AM μακροσκελής, ές) αυτός που έχει μακριά σκέλη, μακριά πόδια νεοελλ. 1. (για προφορικό ή γραπτό λόγο) αυτός που αποτελείται από μακρές περιόδους, μακροπερίοδος 2. εκτεταμένος, πολύ διεξοδικός («μακροσκελές άρθρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * +… … Dictionary of Greek
περισκελής — (I) ές, ΜΑ 1. (για τον σίδηρο) πολύ σκληρός, τραχύς («τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ θραυσθέντα», Σοφ.) 2. μτφ. πολύ επίμονος, ισχυρογνώμων, σκληροτράχηλος («περισκελεῑς φρένες», Σοφ.) 3. (για φάρμακο) δριμύς, δραστικός,… … Dictionary of Greek
ετεροσκελής — ές (ΑΜ ἑτεροσκελής, ές) νεοελλ. μσν. (για ανθρώπους) αυτός που έχει το ένα μόνο από τα δύο πόδια, ο ανισοσκελής, ο ετερόπους, ο χωλός, ο κουτσός νεοελλ. φρ. «ετεροσκελής ισολογισμός» α) ο ισολογισμός που περιέχει μόνο το κεφάλαιο τών εσόδων ή τών … Dictionary of Greek
παρασκελής — ές, Α (για σχήμα) αυτός που έχει τις πλευρές άνισες, ασύμμετρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής] … Dictionary of Greek
πολυσκελής — ές, Α 1. αυτός που έχει πολλά σκέλη 2. μτφ. αυτός που εμφανίζει πολλές μορφές ή πολλές διαβαθμίσεις («τὸ πολυσκελές καὶ κτηνῶδες... πάθος τήν έπιθυμίαν», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής] … Dictionary of Greek
ραιβοσκελής — ές / ῥαιβοσκελής, ές, ΝΜΑ αυτός που έχει τα σκέλη του ραιβά, στραβοπόδης, στραβοκάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιβός «κυρτός, στραβός» + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής] … Dictionary of Greek