- ἰσο-στάδην
ἰσο-στάδην, gleichstehend, mit gleicher Kraft, Suid. v. ἀνταγωνιστής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσο-στάδην, gleichstehend, mit gleicher Kraft, Suid. v. ἀνταγωνιστής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορθοστάδην — ὀρθοστάδην (ΑΜ) επίρρ. σε όρθια στάση («καθεύδει ὀρθοστάδην», Αιλ.) αρχ. (για ασθενή) χωρίς να είναι αναγκασμένος να κατακλιθεί, που περνά την αρρώστια στο πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + στάδην* «ορθίως, σε όρθια στάση» (πρβλ. ισο στάδην)] … Dictionary of Greek