- ἰσο-πάλαιστος
ἰσο-πάλαιστος, eine παλαιστή lang od. breit, Antp. Sid. 23 (VI, 287).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσο-πάλαιστος, eine παλαιστή lang od. breit, Antp. Sid. 23 (VI, 287).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οκταπάλαιστος — ὀκταπάλαιστος και ὀκτωπάλαιστος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ίσο με οκτώ παλάμες, ο ευρύς ή μακρός κατά οκτώ παλάμες («ἀσπὶς ὀκταπάλαιστος», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πάλαιστος, μορφή με την οποία εμφανίζεται ως β… … Dictionary of Greek