ἰσο-παλής

ἰσο-παλής

ἰσο-παλής, ές, im Kampfe gleich, gewachsen, Her. 1, 82. 5, 49; übh. gleich, κίνδυνοι Thuc. 2, 39; πλήϑει ἰσ. τισι 4, 94, Plat. Tim. 62 e; ἰσ. ἤματι νύξ En. ad. (IX, 384). – Adv. ἰσοπαλῶς, Schol. Arat. 147.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευπαλής — (I) εὐπαλής, ές (Α) 1. (για αγώνες) αυτός που κερδίζεται εύκολα, που επιτελείται εύκολα («ἄεθλοι εὐπαλέες», Απολλ. Ρόδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπαλές ῥᾴδιον». επίρρ... εὐπαλῶς, εὐπαλέως (Α) εύκολα, με δεξιοτεχνία, με επιτηδειότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • μεσοπαλές — και μεσσοπαλές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κραδαινόμενον ἐκ μέσου». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *μεσοπαλής < μεσ(ο) * + παλής (< πάλλω), πρβλ. ισο παλής, κληρο παλής (για τον τ. με δύο σσ βλ. λ. μέσος)] …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • κοινοπολιτεία — (Commonwealth). Αγγλικός όρος με σημασία ανάλογη προς το λατινικό respublica (δημοκρατία). Χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές του 16ου αι., αλλά διαδόθηκε περισσότερο τον 17o αι., κατά τη διάρκεια της πάλης μεταξύ του αγγλικού κοινοβουλίου και της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”