- ἰσο-πραξία
ἰσο-πραξία, ἡ, gleiches Befinden, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσο-πραξία, ἡ, gleiches Befinden, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοπραξία — κακοπραξία, ἡ (AM) κακοπραγία*, κακή πράξη, κακούργημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πραξία (< πρᾶξις), πρβλ. ισο πραξία, πρωτο πραξία] … Dictionary of Greek
κοινοπραξία — Ένωση ατόμων ή επιχειρήσεων, που πραγματοποιείται επειδή οι συμμετέχοντες σε αυτήν κρίνουν ωφέλιμο (ή αναγκάζονται από τις συνθήκες) να επιλύσουν ένα κοινό πρόβλημα αναπτύσσοντας κοινή δραστηριότητα. Οι κ. μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικούς… … Dictionary of Greek
ληστοπραξία — η κάθε πράξη που, σύμφωνα με τον ποινικό νόμο, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ληστεία, ληστρική πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + πραξία (< πρᾶξις), πρβλ. ισο πραξία, κακο πραξία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ.… … Dictionary of Greek
ομοιοπραξία — ὁμοιοπραξία, ἡ (Α) όμοια πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + πραξία (< πρᾶξις < πράσσω), πρβλ. ευ πραξία, ισο πραξία] … Dictionary of Greek
νυκτιπραξία — νυκτιπραξία, ἡ (Α) νυχτερινή πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + πραξία (< πρακτος < πράττω), πρβλ. ισο πραξία] … Dictionary of Greek
ταυτοπραξία — ἡ, Μ το να ενεργεί κανείς κατά τον ίδιο τρόπο με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) /ταυτ(ο) * + πραξία (< πρᾶξις), πρβλ. ἰσο πραξία] … Dictionary of Greek