ἰσαστικός, ausgleichend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισαστικός — ἰσαστικός, ή, όν (Μ) [ισάζω] (για αγώνα δρόμου) αυτός που ισάζει, που κάνει κάτι ίσο, εξισωτικός … Dictionary of Greek
ἰσαστική — ἰσαστικός equalizing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)