ἰσό-μοιρος

ἰσό-μοιρος

ἰσό-μοιρος, gleichen Antheil habend, bes. an Vermögen, Macht u. Freiheit; γνήσιοι ἰσόμοιροι πατρῴων Is. 6, 25; πάντας ἰσομοίρους ποιεῖν Xen. Cyr. 2, 2, 18. 4, 6, 12 u. Sp. – Aesch. Ch. 320 σκότῳ φάος ἰσόμοιρον, vgl. D. L. 8, 26 ἰσόμοιρα εἶναι ἐν τῷ κόσμῳ φῶς καὶ σκότος; Soph. El. 87 ὦ φάος ἁγνὸν καὶ γῆς ἰσόμοιρος ἀήρ, die Luft, die einen eben solchen Theil der Welt wie die Erde ausmacht od. der ganzen Erde gleichmäßig angehört. – Τὸ ἰσόμοιρον, gleiche Portion, Nic. Th. 592.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισόμοιρος — η ο (Α ἰσόμοιρος, ον) αυτός που έχει ίσο μερίδιο σε κάτι ή αυτός που συμμετέχει σε κάτι εξίσου με άλλους αρχ. 1. ισοδύναμος 2. αστρολ. αυτός που κατέχει ίση θέση, που ασκεί την ίδια επίδραση σε αντιστοιχία με άλλον 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμοιρον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”