- παντο-δεχής
παντο-δεχής, ές, Alles aufnehmend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντο-δεχής, ές, Alles aufnehmend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανδεχής — ές, Α αυτός που δέχεται, που περιλαμβάνει τα πάντα («ἀλλ ἀνόρατον εἶδός τι καὶ ἄμορφον, πανδεχές», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δεχής (< δέχομαι), πρβλ. παντο δεχής] … Dictionary of Greek