- ἰσό-μαχος
ἰσό-μαχος, in der Schlacht gleich, einander gewachsen, D. Hal. 3, 52; κίνδυνος, gleiche Gefahr, D. Sic. 17, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσό-μαχος, in der Schlacht gleich, einander gewachsen, D. Hal. 3, 52; κίνδυνος, gleiche Gefahr, D. Sic. 17, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύμαχος — ον, Α πολύ μαχητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. ισό μαχος] … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek