ἰσό-κληρος

ἰσό-κληρος

ἰσό-κληρος, von gleichem Loose, Erbtheil, Vermögen, τοῖς βίοις γενόμενοι Plut. Lyc. 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομόκληρος — ὁμόκληρος και δωρ. τ. ὁμόκλαρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει όμοιο κλήρο, ίσο μερίδιο σε περιουσία 2. αυτός που κληρονομεί κάτι σε ίση μοίρα μαζί με άλλους, συγκληρονόμος («ὁμοκλάρεον ἀδελφεόν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κλῆρος (πρβλ. πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ισοκληρία — ἰσοκληρία, ἡ (Μ) [ισόκληρος] ίσος κλήρος, ισότητα περιουσίας, το να έχει κάποιος ίσο μερίδιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”