- ἰσό-γαιος
ἰσό-γαιος, dem Lande gleich, ϑάλασσα Luc. Ner. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσό-γαιος, dem Lande gleich, ϑάλασσα Luc. Ner. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτόγαιος — και λεπτόγειος, ο και λεπτόγεως, ων (Α λεπτόγειος και λεπτόγαιος, ον και λεπτόγεως, ων) αυτός που έχει λίγο, όχι παχύ και εύφορο χώμα, άγονος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λεπτόγεα τα άγονα εδάφη, οι γυμνές περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεπτόγαιος… … Dictionary of Greek