ἰσό-ψηφος

ἰσό-ψηφος

ἰσό-ψηφος, gleichstimmig; – 1) gleiches Stimmrecht habend, πόλις Eur. Suppl. 353, σύμμαχοι Thuc. 1, 141; von gleichem Gewichte, gleichem Ansehen, τὴν γερόντων δύναμιν ἰσόψηφον εἰς τὰ μέγιστα τῇ τῶν βασιλέων ποιήσας δυνάμει Plat. Legg. III, 692 a; vgl. D. Hal. 2, 46. 4, 20. – 2) gleich viel Stimmen habend; νικᾷ δ' Ὀρέστης κἂν ἰσόψηφος κριϑῇ Aesch. Eum. 711; δίκη, mit Stimmengleichheit, 762. – 3) gleich viel an Zahl betragend, wenn man die einzelnen Buchstaben eines Wortes od. einer Zeile nach ihrem Zahlenwerthe zusammenzählt u. dann eben so viel wie bei einem andern Worte od. einer andern Zeile herauskommt, z. B. Δαμαγόραν καὶ λοιμὸν ἰσόψηφόν τις ἀκούσας Ep. ad. 85 (XI, 334), die Buchstaben geben die Zahl 270; Epigramme der Art, wo die einzelnen Zeilen gleiche Summe geben, machte Leon. Al., die in der Anth. Pal. zusammenstehen (VI, 321 – 329.)


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεόψηφος — θεόψηφος, ον (Μ) αυτός που γίνεται με την έγκριση τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ψηφος (< ψήφος), πρβλ. ισό ψηφος, πολύ ψηφος] …   Dictionary of Greek

  • μονόψηφος — μονόψηφος, ον, δωρ. μονόψαφος (Α) 1. αυτός που παίρνει αποφάσεις και ενεργεί μόνος 2. αυτός που γίνεται, που εκτελείται αυτοβούλως, με προσωπική, ανεξάρτητη κρίση και απόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ψηφος (< ψῆφος), πρβλ. ισό ψηφος, πολύ… …   Dictionary of Greek

  • λεπτόψηφος — λεπτόψηφος, ον (Α) κατασκευασμένος με λεπτές ψηφίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ψῆφος (πρβλ. ισό ψηφος, ομό ψηφος)] …   Dictionary of Greek

  • ομόψηφος — η, ο (Α ὁμόψηφος, ον) αυτός που δίνει την ίδια ψήφο με άλλον ή άλλους («ὁμόψηφοι κατ ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν τοῑς τριάκοντα γενήσονται», Λυσ.) νεοελλ. αυτός που αποφασίστηκε ομόθυμα, με κοινή ψήφο αρχ. αυτός που έχει το ίδιο δικαίωμα ψήφου ή γνώμης με …   Dictionary of Greek

  • ισόψηφος — η, ο (ΑΜ ἰσόψηφος, ον) αυτός που παίρνει ίσο αριθμό ψήφων με κάποιον άλλο αρχ. 1. αυτός που έχει ίση ψήφο με άλλους, αυτός που έχει ίση δύναμη 2. αυτός που έχει την ίδια βαρύτητα, την ίδια επισημότητα με κάποιον άλλο 3. (για λέξεις ή στίχους)… …   Dictionary of Greek

  • πλειοψηφία — και πλειονοψηφία, η, ΝΑ ο μεγαλύτερος αριθμός ψήφων, η πλειονότητα τών ψήφων ή τών ψηφοφόρων σε μία διαδικασία ψηφοφορίας νεοελλ. 1. φρ. α) «απόλυτη πλειοψηφία» (δημ. δίκ.) η συμφωνία τής βουλήσεως ως προς το συζητηθέν θέμα τού ημίσεως συν ενός… …   Dictionary of Greek

  • πλειοψηφώ — και πλειονοψηφώ, έω, Ν έχω ή παίρνω την πλειοψηφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων, ονος + ψηφώ (< ψηφος < ψήφος), πρβλ. ισο ψηφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Χρ. Βυζάντιο] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”