- ἰσό-χορδος
ἰσό-χορδος, mit gleichen Saiten, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσό-χορδος, mit gleichen Saiten, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονόχορδος — η, ο (ΑΜ μονόχορδος, ον) 1. αυτός που έχει μία μόνο χορδή 2. το ουδ. ως ουσ. το μονόχορδο(ν) μουσικό όργανο με μία χορδή, κινητό καβαλάρη και παραλληλόγραμμο ηχείο, που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα για τη μέτρηση και τη θεωρητική αναπαράσταση… … Dictionary of Greek
ολιγόχορδος — ὀλιγόχορδος, ον (Α) αυτός που έχει λίγες χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + χορδος (< χορδή), πρβλ. ισό χορδος] … Dictionary of Greek
πολύχορδος — η, ο / πολύχορδος, ον, ΝΑ (για μουσ. όργανο) αυτός που έχει πολλές χορδές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πολύχορδο ηχόμετρο στο οποίο εκτείνονται πολλές χορδές αρχ. 1. (σχετικά με αυλό) αυτός που παράγει, που εκπέμπει πολλές φωνές 2. (σχετικά με… … Dictionary of Greek