ἰσό-χρονος

ἰσό-χρονος

ἰσό-χρονος, gleich an Zeit, gleich alt, Theophr. u. Sp. – Auch adv., Sezt. Emp. adv. math. 6, 83.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημίχρονο — το (αθλ.) καθένα από τα δύο ισόχρονα τμήματα ενός αθλητικού αγώνα ομαδικού αθλήματος (όπως τού ποδοσφαίρου, τής καλαθόσφαιρας κ.ά.), μεταξύ τών οποίων παρεμβάλλεται ολιγόχρονο διάλειμμα που διαιρεί τον αγώνα σε α και β ημίχρονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι …   Dictionary of Greek

  • κοντόχρονος — η, ο 1. αυτός που τού υπολείπονται λίγες μέρες ζωής, κοντόμερος 2. αυτός που θα γίνει, που θα συντελεστεί σε λίγο χρόνο. Επιρρ. κοντόχρονα σε σύντομο χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + χρονος (< χρόνος), πρβλ. ισό χρονος, πολύ χρονος] …   Dictionary of Greek

  • μικρόχρονος — μιικρόχρονος, ον (Μ) 1. αυτός που διαρκεί λίγο χρόνο, ο ολιγόχρονος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μικρόχρονον μικρό χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + χρονος (< χρόνος), πρβλ. ισό χρονος, ομοιό χρονος] …   Dictionary of Greek

  • μονόχρονος — μονόχρονος, ον (Α) 1. αυτός που αποτελείται από έναν μόνο προσωδιακό χρόνο 2. αυτός που έχει μία μόνο ποσότητα, δηλ. που αποτελείται από μία βραχεία συλλαβή 3. εφήμερος, προσωρινός, πρόσκαιρος («τὴν εὐδαιμονίαν βεβλῆσθαι καὶ μονόχρονον αὐτὴν… …   Dictionary of Greek

  • ταυτόχρονος — η, ο, Ν 1. αυτός που γίνεται την ίδια χρονική στιγμή με κάποιον άλλον, σύγχρονος 2. αυτός που έχει την ίδια χρονική διάρκεια με άλλον, ισόχρονος 3. φυσ. αυτός που γίνεται σε ίσους χρόνους, που απέχει κατά ίσα χρονικά διαστήματα από άλλον… …   Dictionary of Greek

  • ομόχρονος — η, ο (ΑΜ ὁμόχρονος, ον, Α και ὁμοχρόνιος, ον) αυτός που γίνεται ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο, σύγχρονος, ταυτόχρονος νεοελλ. 1. ισόχρονος, ίσης χρονικής διάρκειας, που διαρκεί τον ίδιο χρόνο με κάποιον άλλο 2. φρ. «ομόχρονη κληρονομικότητα» βιολ.… …   Dictionary of Greek

  • πολύχρονος — η, ο / πολύχρονος, ον, ΝΑ πολυχρόνιος νεοελλ. σχετικά με πρόσ. ως ευχή) μακρόβιος («πολύχρονος νά σαι!»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χρόνος (πρβλ. ισό χρονος)] …   Dictionary of Greek

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”