- ἰσό-φονος
ἰσό-φονος, Erkl. von ἀντίφονος, Schol. Aesch. Spt. 892.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσό-φονος, Erkl. von ἀντίφονος, Schol. Aesch. Spt. 892.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλόφονος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να φονεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + φονος (< φόνος), πρβλ. ἰσό φονος, κακό φονος] … Dictionary of Greek
μελισσόφονος — μελισσόφονος, ὁ (Α) το πτηνό μέροψ, ο μελισσοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + φόνος (< φόνος), πρβλ. ισό φονος] … Dictionary of Greek