ἰσό-στοιχος

ἰσό-στοιχος

ἰσό-στοιχος, gleich an Reihen, gleichzeitig, Sp., Erkl. von ἀντίστοιχος, Schol. Eur. Andr. 745.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονόστοιχος — μονόστοιχος, ον (Α) (για το κριθάρι) αυτός που έχει μία μόνο σειρά κόκκων στο στάχυ («μονόστοιχος κριθή», Αθην.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στοῖχος (πρβλ. ισό στοιχος)] …   Dictionary of Greek

  • νομαδόστοιχος — νομαδόστοιχος, ον (Α) αυτός που επιστρέφει από τη βοσκή κατά στοίχους, κατά σειρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομάς, άδος + στοῖχος (< στείχω), πρβλ. ισό στοιχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”