- ἰσό-πηχυς
ἰσό-πηχυς, eine Elle lang, Opp. Hal. 1, 213.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσό-πηχυς, eine Elle lang, Opp. Hal. 1, 213.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… … Dictionary of Greek
τεσσαρακοντάπηχυς — υ, ΜΑ αυτός που έχει μήκος ή ύψος ίσο με σαράντα πήχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + πῆχυς (πρβλ. πεντηκοντά πηχυς)] … Dictionary of Greek
οκτωκαιδεκάπηχυς — ὀκτωκαιδεκάπηχυς, υ (Α) αυτός που έχει μήκος ίσο με δεκαοκτώ πήχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + πῆχυς] … Dictionary of Greek