- ἰσό-πεδον
ἰσό-πεδον, τό, gleiche Ebene, gleicher Boden; Il. 13, 142; Xen. Cyr. 3, 1, 5. 4, 1, 10; neutr. von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσό-πεδον, τό, gleiche Ebene, gleicher Boden; Il. 13, 142; Xen. Cyr. 3, 1, 5. 4, 1, 10; neutr. von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek