- ἰσό-πτωτος
ἰσό-πτωτος, gleichlautende Casus habend, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσό-πτωτος, gleichlautende Casus habend, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομοιόπτωτος — η, ο (ΑΜ ὁμοιόπτωτος, ον) αυτός που τίθεται ή βρίσκεται στην ίδια γραμματική πτώση με κάποιον άλλον («ομοιόπτωτος προσδιορισμός») μσν. αρχ. (το ουδ. πληθ. ή εν. ως ουσ.) τὰ ὁμοιόπτωτα ή τo ὁμοιόπτωτον ρητορικό σχήμα στο οποίο γινόταν χρήση… … Dictionary of Greek
ομόπτωτος — η, ο αυτός που βρίσκεται στην ίδια πτώση, ομοιόπτωτος. επίρρ... ομοπτώτως (Α ὁμοπτώτως) στην ίδια πτώση, ομοιοπτώτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πτωτος (< πίπτω), πρβλ. ισό πτωτος] … Dictionary of Greek