- ἰσχῡτήριος
ἰσχῡτήριος, stärkend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσχῡτήριος, stärkend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισχυτήριος — ἰσχυτήριος, ία, ον (Α) [ισχύω] αυτός που ενισχύει τον οργανισμό, τονωτικός, δυναμωτικός … Dictionary of Greek