- ἰσχῡρίσκος
ἰσχῡρίσκος, ὁ, dim. zu ἰσχυρός, ein Starrköpfchen, Alexis bei Phot. u. B. A. 100, 13, wahrscheinlich f. L. für ἰσχυρικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσχῡρίσκος, ὁ, dim. zu ἰσχυρός, ein Starrköpfchen, Alexis bei Phot. u. B. A. 100, 13, wahrscheinlich f. L. für ἰσχυρικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός … Dictionary of Greek