- ἰσχῡρο-γνώμων
ἰσχῡρο-γνώμων, ονος, festes, starres Sinnes; Arist. Eth. 7, 10; D. L. 2, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσχῡρο-γνώμων, ονος, festes, starres Sinnes; Arist. Eth. 7, 10; D. L. 2, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιδιογνώμων — ἰδιογνώμων, ον (Α) αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του γνώμη, χωρίς να επηρεάζεται από κανέναν άλλον. επίρρ... ἰδιογνωμόνως (ΑΜ) μσν. αυθόρμητα αρχ. με ξεχωριστή, με προσωπική γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γνωμων (< γνώμων < γιγνώσκω) … Dictionary of Greek
κυνογνώμων — κυνογνώμων, ον (Μ) αναίσχυντος, αναιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο γνώμων, προβατο γνώμων] … Dictionary of Greek
λεπτογνώμων — λεπτογνώμων, όγνωμον (Α) οξύνους, ευφυής, οξυδερκής («ξυνεῑναι μὲν γὰρ εἰς ὑπερβολὴν ὀξύς ἐστι καὶ λεπτογνώμων», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο γνώμων, σκληρο γνώμων] … Dictionary of Greek
μεγαλογνώμων — μεγαλογνώμων, ον (Α) 1. αυτός που έχει υψηλό και ευγενές φρόνημα, μεγαλόφρων 2. το ουδ. ως ουσ. τό μεγαλόγνωμον η μεγαλογνωμοσύνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ευ γνώμων, ισχυρο γνώμων] … Dictionary of Greek
μικρογνώμων — μικρόγνωμων, ον (Μ) μικρόψυχος, στενοκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο γνώμων, μεγαλο γνώμων] … Dictionary of Greek
μονογνώμων — μονογνώμων, ον (Α) 1. αυτός που έχει μία μόνο γνώμη, ισχυρογνώμων 2. (κατ επέκτ.) δύστροπος 3. αυτός που έχει απόλυτη εξουσία, απολυταρχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ισχυρο γνώμων] … Dictionary of Greek
πολυγνώμων — ον, Α 1. πολύ γνωστικός, πολύ συνετός («πολυγνώμων μᾱλλον ἢ πολύλογος ἦν», Δίων Κάσσ.) 2. αυτός που εκφράζεται με αποφθέγματα, με γνωμικά, ο αποφθεγματικός («δογματίας καὶ πολυγνώμων», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γνώμων (< θ. γνω τού… … Dictionary of Greek
ρυπαρογνώμων — όγνωμον, Μ αυτός που έχει βρόμικη σκέψη, χυδαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο γνώμων] … Dictionary of Greek
σκληρογνώμων — όγνωμον, Μ σκληρόκαρδος, άσπλαγχνος, άκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο γνώμων] … Dictionary of Greek
στρεβλογνώμων — ον, Μ αυτός που έχει διεστραμμένες αντιλήψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο γνώμων] … Dictionary of Greek
ορθογνώμων — ὀρθογνώμων, ονος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που σκέπτεται και κρίνει ορθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο γνώμων] … Dictionary of Greek