ἰσχῡρο-πλήκτης

ἰσχῡρο-πλήκτης

ἰσχῡρο-πλήκτης, , stark schlagend, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τειχεσιπλήκτης — ὁ, Μ αυτός που πλήττει τα τείχη («τειχεσιπλήκτης κριός», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τείχεσι, δοτ. πληθ. της λ. τεῖχος + πλήκτης (< πλήσσω), πρβλ. ἰσχυρο πλήκτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”