- ἰσχάριον
ἰσχάριον, τό, = ἰσχίον, Mathem. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσχάριον, τό, = ἰσχίον, Mathem. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισχάριον — ἰσχάριον, τὸ (Α) μικρό ισχίο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. κυν άριον, παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
ἰσχαρίου — ἰσχάριον hip neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχίο — το (ΑΜ ἰσχίον) το τμήμα τού σώματος στο οποίο συνδέεται το κάτω άκρο με τη λεκάνη, γοφός νεοελλ. 1. ζωολ. το μεσαίο τμήμα τού αρθρωτού άκρου τών εντόμων το οποίο αρθρώνεται με τον θώρακα και με τον τροχαντήρα 2. ναυτ. το τμήμα τού σκάφους από την … Dictionary of Greek