- ἰσχ-ουρία
ἰσχ-ουρία, ἡ, Harnverhaltung, Harnzwang, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσχ-ουρία, ἡ, Harnverhaltung, Harnzwang, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειουρία — λειουρία, ἡ (Α) η νόσος διαβήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + ουρία (< οὐρῶ), πρβλ. δυσ ουρία, ισχ ουρία] … Dictionary of Greek
λιθουρία — λιθουρία, ἡ (Α) η αποβολή λίθου με την ούρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ουρία (< οὐρῶ), πρβλ. δυσ ουρία, ισχ ουρία] … Dictionary of Greek
συχνουρία — η, Ν ιατρ. διαταραχή τής ούρησης που χαρακτηρίζεται από πολύ συχνή αποβολή μικρής ποσότητας ούρων και η οποία μπορεί να οφείλεται σε προφανή φυσιολογικά ή παθολογικά αίτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + ουρία (< ουρώ), πρβλ. ισχ ουρία] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek