- παντο-δυνάστης
παντο-δυνάστης, ὁ, = Vorigem, Orph. H. 11, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντο-δυνάστης, ὁ, = Vorigem, Orph. H. 11, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρσοδυνάστης — ὁ, Α ο κύριος, ο ηγεμόνας τής φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + δυνάστης «ηγεμόνας» (πρβλ. παντο δυνάστης)] … Dictionary of Greek