- ἰσχαίνω
ἰσχαίνω, p. = ἰσχάνω, halten, zurückhalten, hemmen; Eur. Or. 298, v. l. ἰσχναίνω; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσχαίνω, p. = ἰσχάνω, halten, zurückhalten, hemmen; Eur. Or. 298, v. l. ἰσχναίνω; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισχαίνω — ἰσχαίνω (Α) εμποδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. ενεστώτα τού ρ. ἴσχω*] … Dictionary of Greek
ισχνός — ή, ό (ΑΜ ἰσχνός, ή, όν) 1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη») 2. (για φωνή) σιγανός, άτονος νεοελλ. 1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα») 2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)… … Dictionary of Greek
κατισχναίνω — (Α) [ισχαίνω] 1. καθιστώ κάτι εντελώς ισχνό, αδύνατο («τῷ ἀτμῷ κατισχναίσουσα... ἕπου, μάραινε...» αδυνάτιζέ τον, λειώνε τον με θερμό φύσημα, ακολούθα τον, μάραινέ τον, Αισχύλ.) 2. ελαττώνω, περιορίζω τα συμπτώματα ασθένειας, τις εκδηλώσεις τού… … Dictionary of Greek