ἰσχαλέος

ἰσχαλέος

ἰσχαλέος, p. = ἰσχνός; κρόμυον Od. 19, 233; Hippocr. u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισχαλέος — ἰσχαλέος, α, ον (ποιητ. τ.) (Α) 1. πολύ λεπτός 2. πολύ μικρός, μηδαμινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ισχνός* και εμφανίζει επίθημα αλέος*] …   Dictionary of Greek

  • ἰσχαλέαι — ἰσχαλέος dried fem nom/voc pl ἰσχαλέᾱͅ , ἰσχαλέος dried fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχαλέαις — ἰσχαλέος dried fem dat pl ἰσχαλέᾱͅς , ἰσχαλέος dried fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχαλέον — ἰσχαλέος dried masc acc sg ἰσχαλέος dried neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχαλέοιο — ἰσχαλέος dried masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχαλέου — ἰσχαλέος dried masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… …   Dictionary of Greek

  • αζαλέος — ἀζαλέος, α, ον (Α) 1. αποξηραμένος, ξερός, άνυδρος 2. ο χωρίς ακμή, μαραμένος μτφ. τραχύς, άτεγκτος, σκληρός 3. αυτός που ξεραίνει ή μαραίνει, καυτός, ζεματιστός, δριμύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄζω το επίθημα l τού ἀζαλέος οφείλεται πιθανώς σε επίδραση… …   Dictionary of Greek

  • αυαλέος — αὐαλέος, α, ον (Α) 1. ξερός, στεγνός 2. μαραμένος, ηλιοκαμένος 3. (για τα μάτια) άυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Επαυξημένος τ. του ουσ. αύος* με το επίθημα αλέος* (πρβλ. αζαλέος, ισχαλέος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • αυσταλέος — αὐσταλέος και ἀϋσταλέος, α, ον (Α) 1. ξερός, στεγνός, ηλιοκαμένος 2. διψασμένος, διψαλέος 3. ναρκωμένος, ξερός από φόβο 4. ξεραμένος, μαραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αυστ (πιθ. του ρηματικού επιθ. *αυστός του αὔω ή αὕω «ξεραίνω, στεγνώνω») +… …   Dictionary of Greek

  • ισχναλέος — ἰσχναλέος, α, ον (Μ) ο ισχαλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + αλέος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”