- ἰσχνο-σκελής
ἰσχνο-σκελής, ές, dünnbeinig, D. L. 5, 1 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσχνο-σκελής, ές, dünnbeinig, D. L. 5, 1 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποσκελής — ἱπποσκελής, ές (Α) αυτός που έχει σκέλη ίππου («ἄνθρωπος ἱπποσκελής» άνθρωπος με σκέλη ίππου, Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής, ισχνο σκελής] … Dictionary of Greek