- ἰσχαδ-ώνης
ἰσχαδ-ώνης, ὁ, Feigenkäufer, Poll. 7, 198.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσχαδ-ώνης, ὁ, Feigenkäufer, Poll. 7, 198.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοπρώνης — κοπρώνης, ὁ (Α) 1. αυτός που νοίκιαζε και εκμεταλλευόταν την κόπρο 2. αυτός που καθάριζε τους δρόμους από τις ακαθαρσίες, οδοκαθαριστής («ὁ κοπρώνης ἀλγεῑ καὶ ὀδυνᾱται ὅτι μὴ ἀπήλλακται τοῡ ταλαιπώρου καὶ ἐπονειδίστου εἶναι δοκοῡντος… … Dictionary of Greek