- ἰσχιαδικός
ἰσχιαδικός, an Hüftschmerzen, Lendenweh leidend; auch heilsam dagegen, Diosc. u. a. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσχιαδικός, an Hüftschmerzen, Lendenweh leidend; auch heilsam dagegen, Diosc. u. a. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισχιαδικός — ή, ό (Α ἰσχιαδικός, ή, όν) [ισχιάς] αυτός που πάσχει από χρόνια ισχιαλγία αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία 2. (για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη θεραπεία τής ισχιαλγίας … Dictionary of Greek
ἰσχιαδικά — ἰσχιαδικός of the hips neut nom/voc/acc pl ἰσχιαδικά̱ , ἰσχιαδικός of the hips fem nom/voc/acc dual ἰσχιαδικά̱ , ἰσχιαδικός of the hips fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχιαδικῶν — ἰσχιαδικός of the hips fem gen pl ἰσχιαδικός of the hips masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχιαδικόν — ἰσχιαδικός of the hips masc acc sg ἰσχιαδικός of the hips neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχιαδικοῖς — ἰσχιαδικός of the hips masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχιαδικοί — ἰσχιαδικός of the hips masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχιαδικοῦ — ἰσχιαδικός of the hips masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχιαδικούς — ἰσχιαδικός of the hips masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχιαδική — ἰσχιαδικός of the hips fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχιαδικήν — ἰσχιαδικός of the hips fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχιακός — ή, ό (Α ἰσχιακός, ή, όν) [ισχίον] αυτός που πάσχει από χρόνια ισχιαλγία, ο ισχιαδικός*. νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία (α. «ισχιακό πλέγμα» το ιερό πλέγμα β. «ισχιακή προβολή» η προβολή τού εμβρύου από τη μήτρα με τα ισχία) … Dictionary of Greek