- ἰσχνό-πους
ἰσχνό-πους, οδος, mit dünnen, schlanken Beinen, Schol. Od. 9, 464.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσχνό-πους, οδος, mit dünnen, schlanken Beinen, Schol. Od. 9, 464.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινόπους — κοινόπους, ουν (Α) αυτός που ήλθε μετά από κοινή πορεία, ταυτόχρονα, κάνοντας κοινό ταξίδι με άλλους («κοινόπουν παρουσίαν» ταυτόχρονη άφιξη πολλών ατόμων, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πούς (πρβλ. ισχνό πους, πλατύ πους)] … Dictionary of Greek