ἰσχύς

ἰσχύς

ἰσχύς, ύος, ἡ (vgl. ἴς, ἴσχω), Stärke, Kraft; Hes. Th. 146. 823; ἀκμαὶ ἰσχύος Pind. Ol. 1, 96; ἰσχύος ἔργον I. 3, 86; ἔστι ϑεοῖς δ' ἔτ' ἰσχὺς καϑυπερτέρα Aesch. Spt. 208; βασιλεία γὰρ διόλωλεν ἰσχύς Pers. 582; κατ' ἰσχύν, im Ggstz von δόλῳ, Prom. 212; ὁρᾷς τὴν ϑεῶν ἰσχύν, ὅση Soph. Ai. 118; Eur.; in Prosa, σώματος Plat. Rep. VI, 491 c, καὶ ῥώμη Legg. VIII, 833 a, Ggstz ἀσϑένεια Gorg. 496 b, wie ἰσχύες καὶ ἀσϑένειαι Rep. X, 618 d; Xen. u. Folgde. Von der Festigkeit eines Platzes Thuc. 4, 35; ἰσχὺς μάχης, ἐλπίδος, 2, 97. 4, 65. – ist in den zweisylbigen Casus lang, außer Pind. N. 11, 31 ἰσχύν, in den dreisylbigen kurz.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • ισχύς — η γεν. ύος 1. δύναμη: Ισχύς του σώματος. – Ισχύς του έθνους. 2. δύναμη επιβολής, επιρροή: Δεν έχει καμία ισχύ στον υπουργό. 3. νομικό κύρος: Το συμβόλαιο αυτό δεν έχει ισχύ. – Τέθηκε σε ισχύ ο νόμος. 4. φυσικό μέγεθος που εκφράζει το έργο που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσχύς — ἰσχύ̱ς , ἰσχύς strength fem acc pl ἰσχύς strength fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴσχυς — Ἴσχῡς , Ἴσχυς masc/fem acc pl Ἴσχυς masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύας — ἰσχύς strength fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύες — ἰσχύς strength fem nom/voc pl ἰσχύ̱ε̄ς , ἰσχύω to be strong pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύν — ἰσχύς strength fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύος — ἰσχύς strength fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσχύων — Ἴσχυς gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύων — ἰσχύς strength fem gen pl ἰσχύ̱ων , ἰσχύω to be strong pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴσχυε — Ἴσχυς nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”