παντο-γόνος

παντο-γόνος

παντο-γόνος, allzeugend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρωτογόνος — η, ον, θηλ, και ος, Α 1. (το θηλ ως κύριο όν.) Πρωτογόνη ονομασία τής Περσεφόνης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρωτογόνος αυτή που γεννάει για πρώτη φορά, πρωτόγεννη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παντο γόνος. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”