ἱστο-θήκη

ἱστο-θήκη

ἱστο-θήκη, , dasselbe, Erkl. der Alten.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάψα — Όρος που χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστήμες και έχει την έννοια της θήκης, του στερεού περιβλήματος. (Ανατ.) Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα περιβλήματα του οργανισμού, όπως των νεφρών, της καρωτίδας, της αμυγδαλής, των αρθρώσεων κ.ά.… …   Dictionary of Greek

  • κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… …   Dictionary of Greek

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • οπλή — Κεράτινη θήκη που περιβάλλει το άκρο του δαχτύλου ή των δαχτύλων με τα οποία τα οπληφόρα ζώα στηρίζονται στο έδαφος. Τυπική ο. είναι εκείνη των Ιππιδών, στους οποίους καλύπτει την τελευταία φάλαγγα του τρίτου δαχτύλου: το χοντρό και ισχυρό… …   Dictionary of Greek

  • σύριγγα — I Όργανο που βρίσκεται κοντά στη διακλάδωση της τραχείας όλων σχεδόν των πουλιών και προορίζεται για την παραγωγή των ήχων, επειδή ο λάρυγγας δεν είναι διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό. Είναι προικισμένη με μύες που βρίσκονται στην τραχεία και… …   Dictionary of Greek

  • Τενόν, Zακ Ρενέ — (Tenon, 1724 – 1816). Γάλλος ανατόμος, χειρουργός και οφθαλμίατρος. Υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός και αργότερα διετέλεσε χειρούργος της Σαλπετριέρης, καθηγητής του κολεγίου της χειρουργικής και βουλευτής. Μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”