ἱστο-κεραία

ἱστο-κεραία

ἱστο-κεραία, , Segelstange; Artemid. 1, 35; Orph. Arg. 692.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι …   Dictionary of Greek

  • λαπάτσα — η 1. ναυτ. το έμβολο, ξύλινο ή μεταλλικό πρόσθετο τεμάχιο που χρησιμοποιείται για να στερεώσει ιστό, κεραία ή άλλο αντικείμενο 2. (τεχν.) κοινή ονομασία τής αρμοκαλύπτρας, μεταλλικού ελάσματος που καλύπτει την ένωση άλλων ελασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • σταυρώνω — σταυρῶ, όω, ΝΜΑ, και σταυρώνω Μ [σταυρός] 1. προσηλώνω κάποιον επάνω στον σταυρό, θανατώνω με σταυρικό θάνατο (α. «αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό» β. «παραδώσουσιν αὐτόν., και σταυρῶσαι» γ. «τοὺς αἰχμαλώτους ἐσταύρωσαν», Πολ.) 2. (το αρσ. μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • αμβολίζω — Ναυτ. [άμβολο] ενισχύω τον ιστό ή την κεραία πλοίου, κυρίως ιστιοφόρου, με άμβολο …   Dictionary of Greek

  • κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… …   Dictionary of Greek

  • μυοπάρων — ο (Α μυοπάρων, ωνος) νεοελλ. ναυτ. τύπος δίστηλου ιστιοφόρου πλοίου τού παλαιού ναυτικού με πρωραίο πέτασμα που μοιάζει με το πέτασμα τού πάρωνα, αλλά χωρίς σταυρωτή κεραία στον πρυμναίο ιστό, κν. γολετόμπρικο, σκούνα αρχ. είδος ελαφρού… …   Dictionary of Greek

  • ουρόδεσμος — ο ναυτ. είδος δεσμού με τον οποίο προσδένεται τρόχιλος ή σύσπαστο σε ιστό, σε κεραία ή στα ξάρτια με την ουρά τού σχοινιού περιστρεφόμενη ελικοειδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρά + δεσμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγιον] …   Dictionary of Greek

  • ράντα — (I) η, Ν 1. σύνολο διατεταγμένων χρηματικών ποσών που καταβάλλονται ανά ίσα χρονικά διαστήματα 2. φρ. α) «πρόσκαιρη ράντα» ράντα τής οποίας ο αριθμός τών καταβολών είναι πεπερασμένος β) «διηνεκής ράντα» ράντα τής οποίας ο αριθμός καταβολών είναι… …   Dictionary of Greek

  • τρότσα — η, Ν ναυτ. κοινή ονομασία τής αγκοίνης, σχοινιού ή σιδερένιου εξαρτήματος, που συγκρατεί τη σταυρωτή κεραία πάνω στον ιστό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”