- ἱστο-φόρος
ἱστο-φόρος, einen Mast tragend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱστο-φόρος, einen Mast tragend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
ιστοφόρος — ἱστοφόρος, ον (Α) (για σκάφος) αυτός που φέρει ιστό, που φέρει κατάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, τροπαιο φόρος] … Dictionary of Greek
φωσφόρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ρ. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 15, ατομικό βάρος 30,9· έχει ένα σταθερό ισότοπο και έξι ραδιενεργά, με αριθμό μάζας από 28 έως 34 και περιόδους υποδιπλασιασμού… … Dictionary of Greek