ἱστοριο-γράφος

ἱστοριο-γράφος

ἱστοριο-γράφος, , der Geschichtschreiber; Pol. 2, 62, 2; D. Sic. 1, 9; D. Hal. öfter; unterschieden von συγγραφεύς, B. A. 734; vgl. Plut. plac. phil. 4, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κονδυλογράφος — κονδυλογράφος, ὁ (Μ) είδος γραφίδας, όργανο γραφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδύλι(ν) + γράφος (< γράφω), πρβλ. ιστοριο γράφος, λαο γράφος] …   Dictionary of Greek

  • κοσμηματογράφος — ο 1. αυτός που ζωγραφίζει κοσμήματα 2. ο διακοσμητής τοίχων, οροφών, δαπέδων ή προσόψεων οικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμημα + γράφος (< γράφω), πρβλ. επιστολο γράφος ιστοριο γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό σύγγραμμα Πανδώρα] …   Dictionary of Greek

  • καλλιγράφος — ο, η (AM καλλιγράφος, ὁ, ἡ Α θηλ. και καλλιγράφισσα) νεοελλ. ειδικός στην καλλιγραφία ή δάσκαλος τής καλλιγραφίας νεοελλ. μσν. αυτός που έχει ωραίο γραφικό χαρακτήρα, που γράφει πολύ ωραία μσν. αρχ. ικανός, επιδέξιος αντιγραφέας παπύρων και… …   Dictionary of Greek

  • κτηματογραφώ — καταγράφω λεπτομερώς τα κτήματα και τα ονόματα τών ιδιοκτητών τους, συντάσσω κτηματολόγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + γραφώ (< γράφος < γράφω), πρβλ. ιστοριο γραφώ, λιθο γραφώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”