ἱστο-πέδη

ἱστο-πέδη

ἱστο-πέδη, , ein Balken oder ein Loch im Boden des Schiffes, in welches das unterste Ende des Mastbaumes befestigt wurde, Od. 12, 50. 162.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τροχοπέδη — η, ΝΑ 1. μηχανισμός επίσχεσης ή επιβράδυνσης τής κίνησης περιστρεφόμενου τροχού, φρένο 2. μτφ. εμπόδιο («η αδιαλλαξία τής μιας από τις ενδιαφερόμενες πλευρές αποτελεί τροχοπέδη για την πρόοδο τών συνομιλιών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + πέδη «δεσμός» …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”