- ἱστιο-φόρος
ἱστιο-φόρος, Segel führend, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱστιο-φόρος, Segel führend, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιστιοφόρος — Γένος περκομόρφων οστεϊχθύων της οικογένειας των ιστιοφοριδών. Μοιάζει με τον ξιφία γιατί το ρύγχος του προεκτείνεται σε μια μακριά λόγχη. Το σώμα του είναι λεπτό, τα κοιλιακά του πτερύγια μακριά και το ραχιαίο πτερύγιό του μεγάλο σαν ιστίο. Το… … Dictionary of Greek