- ἱστό-τονος
ἱστό-τονος, über den Webstuhl gespannt, Ar. Ran. 1315, von Spinngeweben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱστό-τονος, über den Webstuhl gespannt, Ar. Ran. 1315, von Spinngeweben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχοινότονος — ον, Α κατασκευασμένος από τεντωμένα σχοινιά («σχοινότονος δίφρος», Ιποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + τόνος (< τόνος (< τείνω), πρβλ. ἱστό τονος] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek