ὰστρίζω, = ἀστραγαλίζω, Poll. 9, 99.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστρίζειν — ἀστρίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρίχοις — ἄστριχος masc dat pl ἀ̱στρίχοις , ἀστρίζω perf opt act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)